- τηρητικά
- τηρητικόςobservantneut nom/voc/acc plτηρητικά̱ , τηρητικόςobservantfem nom/voc/acc dualτηρητικά̱ , τηρητικόςobservantfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τηρητικάς — τηρητικά̱ς , τηρητικός observant fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)